Λητώ

Λητώ
I
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Απριλίου 1861. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 6,78. Διεθνώς ονομάζεται Leto 68.
II
Αρχαιοελληνική θεότητα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Τιτάνα Κοίου και γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη από τον Δία. Ο τόπος προέλευσης της λατρείας της Λ. δεν είναι σαφής, καθώς οι τόποι που συνδέθηκαν μαζί της είναι πολλοί, όπως και οι σταθμοί της μακρόχρονης περιπλάνησής της πριν από τη γέννηση των παιδιών της (Αττική, Βοιωτία, Έφεσος, Λυκία κ.ά.). Ο διασημότερος από αυτούς τους τόπους είναι η Δήλος, τόπος γέννησης του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Δήλος ήταν ένα νησί περιπλανώμενο στη θάλασσα και μόνο αυτό δέχτηκε να φιλοξενήσει τη θεά, ενώ πολλοί άλλοι τόποι είχαν αρνηθεί· γι’ αυτό και ανταμείφθηκε αποκτώντας τον πρώτο ναό του Απόλλωνα, ενώ στερεώθηκε στη θάλασσα με χρυσά θεμέλια.
Στη Μικρά Ασία η Λ. λατρευόταν ως προστάτιδα των τάφων και των όρκων. Η ιδιότητά της ως μητέρας διδύμων οδηγεί στον συλλογισμό ότι πρόκειται για μια αρχέγονη θεότητα της ευφορίας, μια εναλλακτική προσωποποίηση της Μεγάλης Μητέρας Θεάς.
H Λητώ σε παράσταση αρχαίου αμφορέα (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λητῶ — Λητώ of fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Λητώ of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητώ — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῶς — Λητώ of fem acc pl Λητώ of fem nom/voc pl (doric aeolic) Λητώ of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητοῦς — Λητώ of fem nom/voc pl Λητώ of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῴα — Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc/acc dual Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῴας — Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem acc pl Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητώιας — Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem acc pl Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лето в мифологии — (Λητω = Latona) дочь титана, мать Аполлона и Артемиды от Зевса. Преследуемая ревнивой Герой, Л. странствовала по всем землям, нигде не находя приюта. Наконец остров Делос, носившийся тогда по волнам, принял Л. и согласился носить на себе первое… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лето — (Λητω = Latona) дочь титана, мать Аполлона и Артемиды от Зевса. Преследуемая ревнивой Герой, Л. странствовала по всем землям, нигде не находя приюта. Наконец, о в Делос, носившийся тогда по волнам, принял Л. и согласился носить на себе первое… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ЛЕТО, ЛАТОНА — •Λητώ, Latona, дочь Кэя (Κοι̃ος) и Фебы, титанка, бывшая раньше Геры супругой Зевса, от которого она родила Аполлона и Артемиду. Hesiod. theog. 406. 921. Вследствие связи своей с вышеупомянутыми… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”